- ἀγεώργητος
- ἀγεώργ-ητος, ον,A uncultivated, Thphr.CP1.16.2, PPar.63.6 (ii B. C.), SIG685.73 (Magn. Mae., ii B.C.), D.S.2.36, Ph.1.564, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγεώργητος — uncultivated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγεώργητος — η, ο (Α ἀγεώργητος, ον) ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γεωργῶ. ΠΑΡ. ἀγεωργησία] … Dictionary of Greek
αγεώργητος — η, ο ακαλλιέργητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγεωργήτως — ἀγεώργητος uncultivated adverbial ἀγεώργητος uncultivated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεώργητον — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem acc sg ἀγεώργητος uncultivated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωργήτοις — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωργήτου — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωργήτους — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωργήτων — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεωργήτῳ — ἀγεώργητος uncultivated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεώργητα — ἀγεώργητος uncultivated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)